Friday, November 10, 2006

Και λοιπόν;
Τι νομίζεις ότι κάνεις;
Πώς;

Α!



Με αμφισβητείς.



Ταλαντώνεσαι άνευ λόγου και άνευ χρείας ενέργειας



















Πέρασες τρία στάδια αναπολόγητος















Βρέφος, παιδί, έφηβος

















Και μετά, στο στάδιο του απολογισμού,












αναλώθηκες με μύριους τρόπους, πάνω στα πτώματα των προηγούμενων εαυτών σου, και πάνω στα ήδη νεκρά νεογνά των επόμενων.








































Labels:

Εν αγνοία των κρατούντων έγινε η κατανομή των ποσοστών.

Στην αρχή ήταν δύσκολο και για μένα. Μετά...

...σαν το έμαθαν τους χάρισα το τοις κυσί.
Έμεινα με τα γκρίζα όνειρα.

Labels:

Γιατί η πίσω πόρτα του τρένου δεν μπορεί να είναι από Σουηδικό ξύλο. Ή αλλιώς, τρένο γκέι !!!


Ήθελα από καιρό να γράψω αυτό το πόνημα αλλά δεν είχα ερέθισμα.
Αλλά τώρα έχω.
……………..
Παιδιόθεν με βασάνιζε αυτό το άκρως φιλοσοφικό ερώτημα.
Θυμάμαι, κοίταζα τα τρένα να περνούν καθισμένος πάνω στις ράγες -σκύβοντας φυσικά όταν περνούσε από πάνω μου, μην τρελαθούμε κιόλας- και προσπαθούσα να δω αν το τρένο είχε και από κάτω πόρτες. Και κάθε φορά απογοητευμένος, έπαιρνα το δρόμο του γυρισμού μέχρι το σταθμό όπου ο πατέρας μου δούλευε Σταθμάρχης.

Είμαι σίγουρος πως αυτό το βαθύ ερώτημα είχε απασχολήσει τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους αλλά δεν έγραψαν πονήματα γιατί δεν υπήρχε ακόμα το τρένο.
Κρίμα γιατί έτσι ημείς οι νεώτεροι φιλόσοφοι δεν έχουμε από κάπου να ξεκινήσουμε και αναγκαστικά κάνουμε από την αρχή όλη τη χαμαλοδουλειά. Μόνη παρηγορία, οι επόμενοι θα έχουν κάπου να στηριχτούν και να ξεκινήσουν μια νέα πορεία στο θέμα:
¨ Γιατί η πίσω πόρτα του τρένου δεν μπορεί να είναι από ξύλο γενικώς¨.

Μπορώ να διακρίνω το ερώτημα που έχει ήδη φτάσει στην άκρη των χειλέων σας:
-Έχει το τρένο πίσω πόρτα αφού είναι διπλής κατευθύνσεως; Και οι πόρτες εναλλάσσονται δίκην ακατανομάστου γυναικός με ανθισμένους γλουτούς, επί διπλής κλίνης. Μήπως δεν υπάρχει καν πόρτα και είναι μια οφθαλμαπάτη;

(Μια παρένθεση, το τρένο δεν έχει μεταφορική έννοια, όντας το ίδιο μεταφορικό μέσον.
ΜΗΝ ΨΑΧΝΕΤΕ ΓΙΑ ΚΡΥΦΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ, BY MANOS.)

Ευνόητο το ερώτημα αλλά, φίλοι μου ησυχάστε, δεν σκεφτήκατε ότι το τρένο πρέπει οπωσδήποτε να έχει μια πόρτα -απόδειξη ότι μπαινοβγαίνουν τόσοι άνθρωποι -και έτσι πρέπει φυσικά να είναι για να υπάρχουν έσοδα ώστε να καθαρίζονται οι γραμμές από τα χιόνια όταν ενσκήπτει βαρύς χειμώνας-.
Και αφού απεδείχθη ότι το τρένο έχει μια πόρτα μίνιμουμ, επιλέγουμε να έχει πίσω πόρτα, της μπροστινής δε οψέποτε υπαρχούσης, περιμένουμε να αλλάξει το τρένο κατεύθυνση και να γίνει πίσω.
Έχουμε, όπως βλέπετε, τελικά ένα τρένο γκέι.


Ιδού το εν ώρα εργασίας

Και ερχόμαστε τώρα στο βασανιστικό ερώτημα υπό νέα διατύπωση:
Μπορεί η πίσω πόρτα ενός τρένου-γκέι να είναι από Σουηδικό ξύλο;
Η απάντηση είναι ορθή, κοφτή και αδιαπραγμάτευτη:
ΟΧΙ
Διότι το Σουηδικό ξύλο είναι εκ Σουηδίας και η λέξη Σουηδία το μόνο συνειρμό που έχει, είναι:
Ψηλές, καλλίγραμμες, ευθυτενείς, δίμετρες, λυγερόκορμες, ξανθές, με γαλανά, αθώα με πρώτη προσέγγιση μάτια αλλά που κρύβουν στο βάθος κάτι το λάγνο, έτοιμες για όλα γκομενάρες.

Και ποτέ γκέι.

Και για να μη σας κουράζω άλλο:
Όπερ έδει, δείξαι.

Για το πιάνο μου φώναξα ειδικό.


Δεν είναι δικό μου - το είχα διαβάσει παλιότερα, ένα μικρό διήγημα, δεν θυμάμαι καν τον συγγραφέα και μου είχε από τότε εντυπωθεί βαθιά -. Θα προσπαθήσω να το αποδώσω με τον τρόπο μου.
...................
Κάποιος βρέθηκε ξάφνου μετέωρος στη ζωή του. Κόπηκε η ζωή του στα δυο, ένα ρυάκι κύλησε ήρεμα μέσα στη ρεματιά -που μπορεί και μόνος του να την είχε φτιάξει- με ένα σκοτεινό νερό όπου τίποτα δεν καθρεφτιζόταν πια.
Απόμεινε μόνος μέσα σε μπερδεμένα πράγματα, αποσκευές ασήκωτες.
Ώσπου ένα πρωί...
Φώναξε τον ξεκουρδιστή των πιάνων.
Ήρθε με το βαλιτσάκι του, ένας ευχάριστος τύπος, πρώην πιανίστας. Αφού έπαιξε ένα υπέροχο κομμάτι να δει αν το πιάνο ήταν καλά κουρδισμένο, έβγαλε τα εργαλεία του και άρχισε με επιμέλεια περισσή, υπομονή κι ευσυνειδησία να το ξεκουρδίζει.
Όταν έφυγε, το πιάνο έβγαζε την ίδια γοερή κραυγή, όποιο και να πατούσες πλήκτρο.

Την άλλη μέρα φώναξε τον ξυλουργό.
Ήρθε με τον βοηθό του. Μέχρι το βράδυ, όλα τα έπιπλα ήσαν ένας άμορφος σωρός, στη μέση στο σαλόνι, από σπασμένα, ξεβιδωμένα, σκισμένα ξύλα και υφάσματα.

Μετά, ο ηλεκτρολόγος, έριξε πάνω στο σωρό τα ξηλωμένα καλώδια και, πάνω σ΄ αυτά, ο υδραυλικός, τους σωλήνες, τις βρύσες τα πλακάκια κι ακόμα πιο πάνω, παράθυρα, πόρτες, τζάμια, κάγκελα.

Σαν ήρθε ο σοβατζής, του είπε να αρχίσει να γκρεμίζει τους σοβάδες της κρεβατοκάμαρας τους ποτισμένους καπνό και κραυγές ερωτικές.

Φώναξε και όλους τους άλλους απ΄όπου είχε αγοράσει πράγματα και τα πήραν πίσω.

Του πήρε κάμποσο καιρό για όλα αυτά, μα γκρέμιζε τη ζωή του σταθερά.

Ο εργολάβος, που πρώτη φορά έκανε τέτοια δουλειά, έφερε μπουλντόζες, εκσκαφείς, φορτηγά και εργάτες πολλούς. Και σε δυο μέρες τίποτα δεν υπήρχε στο, άδειο πια, οικόπεδο.

Και μετά ο κηπουρός ξερίζωσε όλα τα λουλούδια και τα δέντρα.

Το άλλο πρωί στάθηκε όρθιος στη μέση του έρημου οικόπεδου.
Σαν ήρθε ο ράφτης το απομεσήμερο, ήταν ακόμα όρθιος. Και έτσι έμενε όση ώρα εκείνος του ξήλωνε τις ραφές των ρούχων του και του έκοβε τα κουμπιά, βάζοντας τα κομμάτια από τα υφάσματα το ένα πάνω στο άλλο.
Ο ράφτης σαν τελείωσε, τα μάζεψε όλα κάτω από τη μασχάλη του και έφυγε.

Απόμεινε ολόγυμνος στο νυσταγμένο ήλιο, ελεύθερος, να ξεκινήσει τη νέα του ζωή.
.....................................

Έτσι τελείωνε το διήγημα.
Και εγώ το πήγα πιο πέρα.
..............
Ένα σμάρι πουλιά πέρασε ψηλά. Σήκωσε το κεφάλι, τα κοίταξε, παράξενα πουλιά, σκέφτηκε, δεν τα έχω ξαναδεί- αλλά μπορεί και τα πουλιά να μην ήταν παράξενα και να περνούσαν κάθε μέρα, όμως αυτός δεν τα είχε δει, γιατί σπάνια κοιτούσε ψηλά-.
Μια μικρή, χαριτωμένη, χρυσοκίτρινη σαυρίτσα ξεπρόβαλε από μια πέτρα και τον κοίταζε έκπληκτη, έτοιμη να εξαφανιστεί στην πρώτη του κίνηση.
Ο ήλιος βγήκε δειλά από ένα σύννεφο με σχήμα ενός άγριου δράκοντα.
Ένα μικρό, λιλά αγριολούλουδο, κρυμμένο στα χορτάρια, του έστειλε μια πνοή από ένα ευγενικό άρωμα.

Έκλεισε τα μάτια και κοίταξε μέσα του.
Όλα τα υλικά που είχε χτίσει τη ζωή του μέχρι τώρα,
- έρωτες, τρυφερά βλέμματα, αγγίγματα με τα ακροδάχτυλα σε απαλές σάρκες, μικροχαρές καθημερινές, ανόητες, Πασχαλινές λιακάδες με ουζάκι, κυνηγητά ευτελών πραγμάτων, σωρούς αποκτημένων με κόπο, μα άχρηστων γνώσεων, Καιάδες όπου είχε πετάξει, ασυλλόγιστα, πράγματα που αγάπησε και τόσα άλλα, ώρες που είχε ξοδέψει μετρώντας κόκκους άμμου και μοιράζοντάς τις με κάποια, βιβλία ρουφηγμένα μέχρι την τελευταία σελίδα-

ανάκατα ήταν ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν ένα έρμα που τον τραβούσε χρόνια τώρα.
Τα ανασκάλεψε, έψαξε για ώρες στο σωρό. Μα όσο κι αν έψαξε, δεν βρήκε:

ένα σμάρι παράξενα πουλιά που δεν είχε ξαναδεί,
μια χρυσοκίτρινη, έκπληκτη σαυρίτσα,
έναν ήλιο να βγαίνει από το στόμα ενός άγριου δράκοντα,
ένα ευγενικό άρωμα από ένα ταπεινό αγριολούλουδο.

-Α, σκέφτηκε, να τα υλικά που θα χτίσω τη νέα μου ζωή.
..............
Ξεκίνησε με ένα διστακτικό βήμα.
Η μικρή, χαριτωμένη, χρυσοκίτρινη σαυρίτσα τον ακολούθησε.

Το ποδήλατο της Ντίνας


Μου το χάρισε, λέει.
Μμμμ, ωραίο δώρο!
Διαλύθηκε με τη μία.

eXTReMe Tracker
SECRET GARDEN lyrics